καταρτίζετε

καταρτίζετε
καταρτίζω
adjust
pres imperat act 2nd pl
καταρτίζω
adjust
pres ind act 2nd pl
κατᾱρτίζετε , καταρτίζω
adjust
imperf ind act 2nd pl (doric aeolic)
καταρτίζω
adjust
pres imperat act 2nd pl
καταρτίζω
adjust
pres ind act 2nd pl
καταρτίζω
adjust
imperf ind act 2nd pl (homeric ionic)
καταρτίζω
adjust
imperf ind act 2nd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταρτίζω — (AM καταρτίζω) παρασκευάζω κάποιον δίνοντάς του τα αναγκαία εφόδια και ιδίως γνώσεις σε ορισμένο κλάδο, εκπαιδεύω, εξασκώ («τόν κατάρτισε στα μαθηματικά») νεοελλ. ολοκληρώνω κάτι ώστε να είναι πλήρες, συγκροτώ σε ένα οργανικό σύνολο, οργανώνω (α …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”